-
1 Δᾶλος
Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis.1τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59
Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39
Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) N. 1.4 μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned I. 1.4 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia)Πα. 2.. ]Δᾶλον ἀγακλέα[ Pae. 4.12
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα... ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350. -
2 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский